-
1 διαλεκτικη
ἥ (sc. ἐπιστήμη или τέχνη) диалектика (искусство правильного расчленения бытия: τὸ κατὰ γένη διαιρεῖσθαι τῆς διαλεκτικῆς ἐπιστήμης ἐστίν Plat., т.е. ученое о познании общих начал бытия: τά κοινὰ ἁπάντων γνωρίζειν Arst. и, в связи с этим, ведущее к истинному знанию: ἐπιστήμη ἀληθῶν καὴ ψευδῶν καὴ οὐδετέρων Diog.L. через вопросы и ответы собеседников: ἐρωτᾶν τε καὴ ἀποκρίνεσθαι Plat. т.е. к философии)ἡ δ. πειραστικέ περὴ ὧν ἥ φιλοσοφία γνωριστική Arst. — диалектика есть стремление к тому знанию, обладательницей которого является философия
-
2 διαλεκτική
-
3 διαλεκτικῇ
-
4 διαλεκτική
η диалектика -
5 διαλεκτική
διαλεκτικόςconversational: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 διαλεκτική
diyalektik, eytişimsel -
7 διαλεκτικον
τό Plat. = διαλεκτική См. διαλεκτικη -
8 dialectice
[st1]1 [-] dialecticē, ēs, f.: la dialectique. - [gr]gr. διαλεκτική (τέχνη). [st1]2 [-] dialecticē, adv.: en dialecticien.* * *[st1]1 [-] dialecticē, ēs, f.: la dialectique. - [gr]gr. διαλεκτική (τέχνη). [st1]2 [-] dialecticē, adv.: en dialecticien.* * *Dialectice, Aduerbium: vt Dialectice dicere. Cic. Selon c'est art, Dialectiquement. -
9 диалектика
-
10 диалектика
диалект||икаж филос. ἡ διαλεκτική:\диалектика природы ἡ διαλεκτική τῆς φύσης. -
11 диалектика
-и θ.1. (φιλοσ.) διαλεκτική•материалистическая диалектика υλιστική διαλεκτική.
2. εξέλιξη, πορεία κίνησης, ανάπτυξης•диалектика событий η εξέλιξη των γεγονότων.
3. παλ. μέθοδος συζήτησης ενός θέματος με ερωταποκρίσεις. -
12 dialectice [2]
2. dialecticē, ēs, f. (διαλεκτική, sc. τέχνη), die Disputierkunst, Dialektik, Quint. 1, 10, 37 u.a. (griech. bei Cic. de or. 3, 157; top. 6).
-
13 disputatrix
disputātrīx, trīcis, f. (Femin. zu disputator), im Disputieren bestehend, Quint. 2, 20, 7. – subst., als Übersetzung von διαλεκτική (τέχνη), die Disputierkunst, Dialektik, Quint. 12, 2, 13.
-
14 Disput
Disput, s. Wortstreit. – Disputation, concertatio (gelehrte Streitübung). – disputatio (gelehrte Erörterung als Akt). – libellus (die Streitschrift). – disputieren, verbis contendere. concertare (mit Worten streiten). – disputare. disserere (erörtern, w. s.). – über etwas d., alqd in controversiam vocare, adducere: dafür u. dawider d., de re in contrarias partes od. in utramque partem disputare. – Disputierkunst, dialectica (διαλεκτική); rein lat. ars disputandi. – in der D. erfahren, dialecticis imbutus (Ggstz. a dialecticis remotus).
-
15 μέθ-οδος
μέθ-οδος, ἡ, das Nachgehen, Verfolgen; wohl nur vom kunstgemäßen, wissenschaftlichen Verfolgen einer Idee, von der wissenschaftlichen Behandlung eines Gegenstandes, u. bes. das geregelte Verfahren dabei, die Methode, ἡ διαλεκτικὴ μεϑ. μόνη ταύτῃ πορεύεται, Plat. Rep. VII, 533 c, vgl. οὐχ ᾗ Τισίας πορεύεται δοκεῖ μοι φαίνεσϑαι ἡ μέϑοδος, Phaedr. 269 d; τῇ τοιᾷδε μεϑόδῳ τῶν λόγων, Polit. 266 d; ποιεῖσϑαι τὴν μέϑοδον, Soph. 243 d; vgl. noch Rep. IV, 435 d Legg. I, 638 e. So vrbdt Arist. Eth. 1, 1 τέχνη καὶ μέϑοδος, der auch eine wissenschaftliche Abhandlung, Schrift, so nannte. – Von den künstlichen Wendungen der Rhetoren wurde es übh. auf ein listiges Ersinnen übertragen, u. bedeutet später auch die List, Plut. reg. apophth. p. 91.
-
16 θριγκός
θριγκός, ὁ, nach VLL. ἡ στεφάνη τῶν τοίχω; neben τοῖχος Od. 17, 266, ἐπήσκηται δέ οἱ αυλη τοίχῳ καὶ ϑριγκοῖσι, Schol. περιβόλοις; nach Eur. Or. 1585 = γεῖσον, die überstehende Mauerzinne; nach Hesych. ruht auf ihr das Dach; so wohl auch Od. 7, 87 zu nehmen, wenn der Vers nicht eingeschoben, s. Nitzsch; λάϊνοι ϑριγκοὶ δόμων Eur. El. 1151, wie ναῶν χρυσήρεις ϑρ. I. T. 129; dah. vom Einsturze des Hauses ϑριγκὸν εἰςιδεῖν δόμων πιτνόντα, 47; Arist. phys. 7, 3. – Uebh. Umfriedigung, Zaun, Eur. Ion 1321 Ar. Th. 58 u. bes. Plut. u. a. Sp., wie Paus. 1, 42, 8. – Uebertr., ἆρ' οὖν δοκεῖ σοι ὥσπερ ϑρ. τοῖς μαϑήμασιν ἡ διαλεκτικὴ ἐπάνω κεῖσϑαι, gleichsam Schlußstein, Gipfel, Plat. Rep. VII, 534 e; vgl. Eur. Troad. 489 τὸ λοίσϑιον δὲ ϑρ. ἀϑλίων κακῶν, δούλη γραῦς Ἑλλάδ' εἰςαφίξομαι.
-
17 εξεταστικος
31) умеющий исследовать, тщательно разбирающий(τῶν ἔργων Xen.; κριτικὸς καὴ ἐ. Luc.)
2) исследующий(διαλεκτική Arst.)
-
18 θριγκος
ὅ1) венечный карниз, зубчатый верх стены(οἰκίας Arst.)
ἐπήσκηται αὐλέ τοίχῳ καὴ θριγκοῖσι Hom. — двор обнесен (был) зубчатой стеной;δῶμα περιφερὲς θρίγκοις Eur. — дворец с зубчатой стеной2) стена, ограда(χωρίοις θριγκοὺς προβάλλειν Plut.)
τοῦ θριγκοῦ ὑπερβάλλειν πόδα Eur. — переступать ограду;πελάθειν θριγκοῖς Arph. — приближаться к ограде3) высшая степень, верх, завершение(ἀθλίων κακῶν Eur.)
θ. τοῖς μαθήμασιν ἥ διαλεκτική (sc. ἐστιν) Plat. — венцом (всех) наук является диалектика -
19 ισοστροφος
2обращенный в ту же сторону, имеющий то же направление, занятый тем же предметом(ῥητορική, ἧς ἰ. ἥ διαλεκτική ἐστιν Sext.)
-
20 στρεφω
(fut. στρέψω, aor. 1 ἔοτρεψα - эп. στρέψα, эп. aor. iter. στρέψασκον; pass.: aor. 1 ἐστρέφθην - ион.-дор. ἐστράφθην, aor. 2 ἐστράφην с ᾱ, pf. ἔστραμμαι)1) поворачивать(οὖρον, ἵππους Hom.; πηδάλιον Pind.; πρόσωπον πρός τινα Eur.; ὄμμα Plat.)
στρατὸν στρέψαι πρὸς ἀλκήν Eur. — вернуть войско в сражение;ἔνθα καὴ ἔνθα στρέφεσθαι Hom. — поворачиваться туда и сюда, т.е. беспокойно метаться;δυσκολαίνειν καὴ στρέφεσθαι τέν νύχθ΄ ὅλην Arph. — охать и метаться всю ночь;στραφεὴς ἴω ; Soph. — повернуться мне и уйти?;πάσας σ. στροφάς Plat. — поворачивать во все стороны (ср. 2);στρέψασθαι ἐκ χώρης (ὅθι) Hom. — вернуться оттуда (где);οἱ ἐπὴ τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι τόποι Polyb. — обращенные к северу местности;σ. ἑαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Arph. — предаться порокам;σ. τι πρὸς κέρδος ἴδιον Eur. — обращать что-л. в свою пользу2) переворачивать, опрокидывать(σ. κάτω Soph.)
ἄνω κάτω σ. τι Dem. — опрокидывать что-л. вверх дном;ἄνω τε καὴ κάτω τι σ. Aesch., Plat., Dem. — ставить все наголову, т.е. распоряжаться по своему произволу;διπλᾶ στρέψαι τὰ ἐρωτήματα Plat. — по-иному поставить те же вопросы;στροφὰς στρέφεσθαι Plat. — прибегать к уверткам, изворачиваться3) поднимать плугом, вспахивать(τέν γῆν Xen.)
4) кружить, вращать(τὸν ἄτρακτον Plat.; κύκλῳ στρέφεσθαι Arst.; Ἄρκτος, ἥτ΄ αὐτοῦ στρέφεται Hom.)
ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρέφεσθαι Luc. — (о веретене) вертеться на длинной нити, перен. бесконечно тянуться5) вить, крутить, скручивать(σπάρτα ἐστραμμένα Xen.)
χερσίν τινος στρεφθείς Hom. — обвившись руками вокруг чего-л.;στραφῆναι τὸν πόδα Her. — вывихнуть себе ногу6) изменять(τὰ γράμματα Plat.)
κἂν σοῦ στραφείη θυμός, εἰ τὸ πᾶν μάθοις Soph. — твой гнев улегся бы, если бы ты узнал все7) мучить, терзать(τινά Arph.; ψυχήν Plat.)
8) обдумывать, обсуждать(τι Eur., Luc.)
9) med., перен. вращаться, находиться, пребывать(ἔν τινι Plat.)
περὴ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἥ διαλεκτική Arph. — той же областью (что и философия) занимается диалектика10) поворачивать(ся)τάναντία στρέψαι Xen. — повернуть в противоположную сторону
См. также в других словарях:
διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των … Dictionary of Greek
διαλεκτική — η (φιλοσ.), μέθοδος αναζήτησης της αλήθειας με τη συζήτηση: Ο Σωκράτης διέπρεψε στη διαλεκτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλεκτικῇ — διαλεκτικός conversational fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτική — διαλεκτικός conversational fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
ДИАЛЕКТИКА — ДИАЛЕКТИКА (ἡ διαλεκτικὴ sc. τέχνη, от глаг. διαλέγομαι разговаривать, беседовать, рассуждать), искусство вести беседу, спор; в различных контекстах термин диалектика использовался как синоним 1) риторики, 2) логики, 3) философии. Софисты … Античная философия
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek